μειονεκτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μειονεκτικότης | αἱ | μειονεκτικότητες | ||||
γενική | τῆς | μειονεκτικότητος | τῶν | μειονεκτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μειονεκτικότητι | ταῖς | μειονεκτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μειονεκτικότητα | τὰς | μειονεκτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | μειονεκτικότης | μειονεκτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μειονεκτικότης (μαρτυρείται από το 1886) [1] < μειονεκτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμειονεκτικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 634, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου