καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μειλιχιότης αἱ μειλιχιότητες
      γενική τῆς μειλιχιότητος τῶν μειλιχιοτήτων
      δοτική τῇ μειλιχιότητι ταῖς μειλιχιότησι(ν)
    αιτιατική τὴν μειλιχιότητα τὰς μειλιχιότητας
     κλητική ! μειλιχιότης μειλιχιότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μειλιχιότης (μαρτυρείται από το 1889) [1] < μειλίχι(ος) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μειλιχιότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 633, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου