Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλοσπληνία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μεγαλοσπληνί
α
οι
μεγαλοσπληνί
ες
γενική
της
μεγαλοσπληνί
ας
των
μεγαλοσπληνι
ών
αιτιατική
τη
μεγαλοσπληνί
α
τις
μεγαλοσπληνί
ες
κλητική
μεγαλοσπληνί
α
μεγαλοσπληνί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλοσπληνία
<
μεγάλη
+
σπλήνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεγαλοσπληνία
θηλυκό
(
ιατρική
)
πάθηση
στην οποία μεγαλώνει η
σπλήνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλοσπληνία
αγγλικά
:
splenomegaly
(en)