μαϊνάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαϊνάρισμα < μαϊνάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαϊνάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- (ναυτική) το χαλάρωμα, λασκάρισμα των σχοινιών
- το καταλάγιασμα, η ηρέμηση της θάλασσας ή των συναισθημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαϊνάρισμα
|