↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαϊνάρισμα τα μαϊναρίσματα
      γενική του μαϊναρίσματος των μαϊναρισμάτων
    αιτιατική το μαϊνάρισμα τα μαϊναρίσματα
     κλητική μαϊνάρισμα μαϊναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαϊνάρισμα < μαϊνάρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαϊνάρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)

  1. (ναυτική) το χαλάρωμα, λασκάρισμα των σχοινιών
  2. το καταλάγιασμα, η ηρέμηση της θάλασσας ή των συναισθημάτων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία