μαυρόφατσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαυρόφατσα θηλυκό
- (μειωτικά, ανεπίτρεπτα, χυδαία) ο μαύρος
- βλέπε: σκυλάραπας, σκατόνεγρος, κωλόνεγρος
- ύποπτος ή άσχημος, άνθρωπος του υποκόσμου, ένοχος, μαυραγορίτης, μισητός
- άτομο με σκούρο πρόσωπο, πχ. μαυροπρόσωπο πρόβατο