Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυρόφατσα οι μαυρόφατσες
      γενική της μαυρόφατσας των μαυροφατσών
    αιτιατική τη μαυρόφατσα τις μαυρόφατσες
     κλητική μαυρόφατσα μαυρόφατσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυρόφατσα < μαυρό- + φάτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυρόφατσα θηλυκό

  1. (μειωτικά, ανεπίτρεπτα, χυδαία) ο μαύρος
    βλέπε: σκυλάραπας, σκατόνεγρος, κωλόνεγρος
  2. ύποπτος ή άσχημος, άνθρωπος του υποκόσμου, ένοχος, μαυραγορίτης, μισητός
  3. άτομο με σκούρο πρόσωπο, πχ. μαυροπρόσωπο πρόβατο