Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαυροδάφνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μαυροδάφν
η
οι
μαυροδάφν
ες
γενική
της
μαυροδάφν
ης
των
μαυροδαφν
ών
αιτιατική
τη
μαυροδάφν
η
τις
μαυροδάφν
ες
κλητική
μαυροδάφν
η
μαυροδάφν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαυροδάφνη
<
μαυρο-
+
δάφνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαυροδάφνη
θηλυκό
ποικιλία γλυκού κρασιού με πολύ βαθύ κόκκινο χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυροδάφνη