Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυροδάφνη οι μαυροδάφνες
      γενική της μαυροδάφνης των μαυροδαφνών
    αιτιατική τη μαυροδάφνη τις μαυροδάφνες
     κλητική μαυροδάφνη μαυροδάφνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυροδάφνη < μαυρο- + δάφνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυροδάφνη θηλυκό

  • ποικιλία γλυκού κρασιού με πολύ βαθύ κόκκινο χρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία