ματζίρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ματζίρης < τουρκική muhacir < αραβική مُهَاجِر (muhājir, μετανάστης). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαματζίρης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ματζίρης
|