μαστουριάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστουριάρης αρσενικό (θηλυκό: μαστουριάρα),
- ο συχνά μαστουρωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστουριάρης
|
μαστουριάρης αρσενικό (θηλυκό: μαστουριάρα),
|