Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρτινισμός οι μαρτινισμοί
      γενική του μαρτινισμού των μαρτινισμών
    αιτιατική τον μαρτινισμό τους μαρτινισμούς
     κλητική μαρτινισμέ μαρτινισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρτινισμός < γαλλική martinisme < Λουί-Κλωντ ντε Σαιν-Μαρτέν (Louis-Claude de Saint-Martin)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρτινισμός αρσενικό ενικός

  • (φιλοσοφία) μυστικο-θεοσοφικό σύστημα που θεμελίωσε ο Λουί-Κλωντ ντε Σαιν Μαρτέν στη Γαλλία κατά τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία