Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρτενσίτης οι μαρτενσίτες
      γενική του μαρτενσίτη των μαρτενσιτών
    αιτιατική τον μαρτενσίτη τους μαρτενσίτες
     κλητική μαρτενσίτη μαρτενσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρτενσίτης < έλαβε το όνομά του από τον Γερμανό μεταλλουργό Άντολφ Μάρτενς (1850–1914) που τον ανακάλυψε

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρτενσίτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία