Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωστενίτης οι ωστενίτες
      γενική του ωστενίτη των ωστενιτών
    αιτιατική τον ωστενίτη τους ωστενίτες
     κλητική ωστενίτη ωστενίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωστενίτης < austenite

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωστενίτης αρσενικό

  • αλλοτροπική μορφή του σιδήρου που κρυσταλλώνεται στο εδροκεντρωμένο κυβικό σύστημα. Αν ο σίδηρος είναι καθαρός, ο ωστενίτης είναι σταθερός από τους 912 έως τους 1394°C. Αν είναι κραματωμένος με άλλα στοιχεία, η θερμοκρασία στην οποία είναι σταθερός μεταβάλλεται

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία