μαρσάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρσάρισμα < μαρσάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρσάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του μαρσάρω καθώς και ο ήχος που ακούγεται από αυτήν, το πάτημα του γκαζιού ενός οχήματος χωρίς το τελευταίο να κινείται
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρσάρισμα
|