Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαρσάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαρσάρω
< πιθανόν από το γαλλικό
marcher
Ρήμα
επεξεργασία
μαρσάρω
πατάω το γκάζι οχήματος (συνήθως το ρήμα χρησιμοποιείται για τετράτροχα) χωρίς όμως να κινώ το όχημα
Συγγενικά
επεξεργασία
μαρσάρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαρσάρω
αγγλικά
:
rev
(en)
γαλλικά
:
donner
(fr)
un
coup
(fr)
d'
accélérateur
(fr)
,