Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρσάρω < πιθανόν από το γαλλικό marcher

  Ρήμα επεξεργασία

μαρσάρω

  • πατάω το γκάζι οχήματος (συνήθως το ρήμα χρησιμοποιείται για τετράτροχα) χωρίς όμως να κινώ το όχημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία