Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρσάρω < πιθανόν από το γαλλικό marcher

μαρσάρω

  • πατάω το γκάζι οχήματος (συνήθως το ρήμα χρησιμοποιείται για τετράτροχα) χωρίς όμως να κινώ το όχημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία