μαρουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαρουλάκι | τα | μαρουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαρουλάκι | τα | μαρουλάκια |
κλητική | μαρουλάκι | μαρουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρουλάκι < μαρούλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρουλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μαρούλι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μαρούλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρουλάκι
|