Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαρκησία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μαρκησί
α
οι
μαρκησί
ες
γενική
της
μαρκησί
ας
των
μαρκησι
ών
αιτιατική
τη
μαρκησί
α
τις
μαρκησί
ες
κλητική
μαρκησί
α
μαρκησί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαρκησία
<
θηλυκό
του
μαρκήσιος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαρκησία
θηλυκό
η σύζυγος ή η χήρα
μαρκησίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαρκησία
αγγλικά
:
marquise
(en)
,
marchioness
(en)
γαλλικά
:
marquise
(fr)