μαρκετίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαρκετίστας < μάρκετ(ινγκ) + -ίστας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρκετίστας αρσενικό (θηλυκό μαρκετίστρια)
- (επάγγελμα) εργαζόμενος στον τομέα του μάρκετινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαρκετίστας
|