μάρκετινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμάρκετινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) οικονομικός όρος του εμπορίου για την έρευνα αγοράς και τον τρόπο πρώθησης προϊόντων
- (μεταφορικά) με την εμπορευματοποίηση, μάρκετινγκ είναι πλέον και η προώθηση της εικόνας ατόμων ή και ιδεών μέσα από τους ίδιους μηχανισμούς (διαφήμισης, προβολής, δημοσίων σχέσεων με τα ΜΜΕ, έρευνας της αντίστοιχης "αγοράς") όπου το προϊόν είναι πλέον το άτομο ή η ιδέα και καταναλωτικός στόχος είναι ο πολίτης, π.χ. ως τηλεθεατής (μάρκετινγκ ηθοποιών), ως φιλόμουσος (μάρκετινγκ δισκογραφικών) κ.λπ.
- Στο πολιτικό μάρκετινγκ το «προϊόν» είναι ο πολιτικός υποψήφιος και καταναλωτής ο ψηφοφόρος
- αθλητικό μάρκετινγκ (για την προώθηση των αθλητών)
- μάρκετινγκ στο χώρο των γκαλερί (για την προώθηση συγκεκριμένων δημιουργών)