Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαραθόσπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαραθόσπορ
ος
οι
μαραθόσπορ
οι
γενική
του
μαραθόσπορ
ου
των
μαραθόσπορ
ων
αιτιατική
τον
μαραθόσπορ
ο
τους
μαραθόσπορ
ους
κλητική
μαραθόσπορ
ε
μαραθόσπορ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαραθόσπορος
<
μάραθο
+
-ο-
+
σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαραθόσπορος
αρσενικό
σπόρος
μάραθου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαραθόσπορος