μαξιλάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαξιλάρωμα < μαξιλαρώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαξιλάρωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο) το πέταγμα στη σκηνή θεάτρου των μαξιλαριών που υπήρχαν στα καθίσματα των θεατών όταν δεν τους άρεσαν οι καλλιτέχνες ή το έργο
- μαξιλαροπόλεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαξιλαροπόλεμος