Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μανουβραδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μανουβραδόρ
ος
οι
μανουβραδόρ
οι
γενική
του
μανουβραδόρ
ου
των
μανουβραδόρ
ων
αιτιατική
τον
μανουβραδόρ
ο
τους
μανουβραδόρ
ους
κλητική
μανουβραδόρ
ε
μανουβραδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μανουβραδόρος
<
μανούβρα
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μανουβραδόρος
αρσενικό
αυτός που βοηθάει στις
μανούβρες
αυτός που κάνει μανούβρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μανουβραδόρος