μανουβράρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανουβράρισμα < μανουβράρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανουβράρισμα ουδέτερο (γεν.: του μανουβραρίσματος)
- το αποτέλεσμα του μανουβράρω, η ενέργεια του μανουβράρω, οι ελιγμοί που κάνει κάποιος οδηγώντας ένα όχημα (τρένο, φορτηγό, πλοίο ή και ΙΧ), η μανούβρα
- επαναληπτική κίνηση μπρος - πίσω, δεξιά - αριστερά.
- οι ελιγμοί στη συμπεριφορά για να αποφύγει κάποιος μια δυσάρεστη εξέλιξη ή για να πετύχει το στόχο του
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανουβράρισμα
|