Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανουβράρισμα τα μανουβραρίσματα
      γενική του μανουβραρίσματος των μανουβραρισμάτων
    αιτιατική το μανουβράρισμα τα μανουβραρίσματα
     κλητική μανουβράρισμα μανουβραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανουβράρισμα < μανουβράρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανουβράρισμα ουδέτερο (γεν.: του μανουβραρίσματος)

  1. το αποτέλεσμα του μανουβράρω, η ενέργεια του μανουβράρω, οι ελιγμοί που κάνει κάποιος οδηγώντας ένα όχημα (τρένο, φορτηγό, πλοίο ή και ΙΧ), η μανούβρα
  2. επαναληπτική κίνηση μπρος - πίσω, δεξιά - αριστερά.
  3. οι ελιγμοί στη συμπεριφορά για να αποφύγει κάποιος μια δυσάρεστη εξέλιξη ή για να πετύχει το στόχο του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία