Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανουβράρω < βενετική manuvrar < λατινική manus + opera

  Ρήμα επεξεργασία

μανουβράρω

  1. χειρίζομαι ένα όχημα, το οδηγώ εκτελώντας ελιγμούς (μανούβρες) σε ένα δύσκολο σημείο της διαδρομής
  2. (μεταφορικά) χειρίζομαι ανθρώπους ή καταστάσεις, πολλές φορές με πλάγια μέσα, προσπαθώντας να πετύχω ένα ορισμένο αποτέλεσμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία