μακροπεριοχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακροπεριοχή θηλυκό
- γεωπολιτική υποδιαίρεση η οποία περιλαμβάνει διάφορες ιστορικές (παραδοσιακές) ή πολιτικά καθορισμένες περιοχές με κοινή γεωγραφική, οικονομική ή κοινωνική αναφορά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακροπεριοχή
|