Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροπεριοχή οι μακροπεριοχές
      γενική της μακροπεριοχής των μακροπεριοχών
    αιτιατική τη μακροπεριοχή τις μακροπεριοχές
     κλητική μακροπεριοχή μακροπεριοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροπεριοχή < μακρο- + περιοχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακροπεριοχή θηλυκό

  • γεωπολιτική υποδιαίρεση η οποία περιλαμβάνει διάφορες ιστορικές (παραδοσιακές) ή πολιτικά καθορισμένες περιοχές με κοινή γεωγραφική, οικονομική ή κοινωνική αναφορά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία