μακροεξέλιξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακροεξέλιξη | οι | μακροεξελίξεις |
γενική | της | μακροεξέλιξης* | των | μακροεξελίξεων |
αιτιατική | τη | μακροεξέλιξη | τις | μακροεξελίξεις |
κλητική | μακροεξέλιξη | μακροεξελίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μακροεξελίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακροεξέλιξη < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: macroevolution, μορφολογικά αναλύεται μακρο- + εξέλιξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακροεξέλιξη θηλυκό
- (βιολογία) γενικότερο πλαίσιο-συνθήκες γύρω απ' το οποίο συμβαίνει η εξέλιξη των ειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροεξέλιξη
|