Δείτε επίσης: Μαιώτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαιώτης οἱ μαιῶται
      γενική τοῦ μαιώτου τῶν μαιωτῶν
      δοτική τῷ μαιώτ τοῖς μαιώταις
    αιτιατική τὸν μαιώτην τοὺς μαιώτᾱς
     κλητική ! μαιῶτ μαιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαιώτ
γεν-δοτ τοῖν  μαιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαιώτης < Μαιώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαιώτης αρσενικό