μαικήνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαικήνας | οι | μαικήνες |
γενική | του | μαικήνα | των | μαικήνων |
αιτιατική | τον | μαικήνα | τους | μαικήνες |
κλητική | μαικήνα | μαικήνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαικήνας < από το όνομα του Ρωμαίου Γάιου Κίλνιου Μαικήνα που έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ. και ήταν γνωστός ως προστάτης των καλλιτεχνών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαικήνας αρσενικό
- φιλότεχνος προστάτης των τεχνών, ο οποίος χρηματοδοτεί καλλιτέχνες
- ※ Εύχομαι να βρεθεί ένας χορηγός - η Ακαδημία, το «"Ιδρυμα Ουράνη», το Κράτος, κάποιος μαικήνας - για να εκδώσει το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο (Νέα Εστία, 1973, σελίδα 610)