↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαζούρκα οι μαζούρκες
      γενική της μαζούρκας
    αιτιατική τη μαζούρκα τις μαζούρκες
     κλητική μαζούρκα μαζούρκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαζούρκα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαζούρκα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία