μαζούρκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαζούρκα | οι | μαζούρκες |
γενική | της | μαζούρκας | — | |
αιτιατική | τη | μαζούρκα | τις | μαζούρκες |
κλητική | μαζούρκα | μαζούρκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαζούρκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαζούρκα θηλυκό
- πολωνέζικος χορός και η μουσική σύνθεση που τον συνοδεύει