μαδούπης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαδούπης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈðu.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐δού‐πης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαδούπης αρσενικό
- (ιδιωματικό) φαλακρός άνδρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαδούπης
→ δείτε τη λέξη φαλακρός |
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 15.