μαγκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμαγκώνω (παθητική φωνή: μαγκώνομαι)
- σφίγγω κάτι με μάγκανο
- Μάγκωσέ το καλά, για να να...
- (παθητική φωνή) πιάνεται ένα μέλος του σώματός μου και συσφίγγεται από μηχανισμό παρόμοιο με του μαγκάνου, όπως μια πόρτα ή ένα συρτάρι που κλείνει απότομα
- (παθητική φωνή) (μεταφορικά) μαζεύομαι, φέρομαι πολύ συγκρατημένα, νιώθω αμήχανα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαγκώνω | μάγκωνα | θα μαγκώνω | να μαγκώνω | μαγκώνοντας | |
β' ενικ. | μαγκώνεις | μάγκωνες | θα μαγκώνεις | να μαγκώνεις | μάγκωνε | |
γ' ενικ. | μαγκώνει | μάγκωνε | θα μαγκώνει | να μαγκώνει | ||
α' πληθ. | μαγκώνουμε | μαγκώναμε | θα μαγκώνουμε | να μαγκώνουμε | ||
β' πληθ. | μαγκώνετε | μαγκώνατε | θα μαγκώνετε | να μαγκώνετε | μαγκώνετε | |
γ' πληθ. | μαγκώνουν(ε) | μάγκωναν μαγκώναν(ε) |
θα μαγκώνουν(ε) | να μαγκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάγκωσα | θα μαγκώσω | να μαγκώσω | μαγκώσει | ||
β' ενικ. | μάγκωσες | θα μαγκώσεις | να μαγκώσεις | μάγκωσε | ||
γ' ενικ. | μάγκωσε | θα μαγκώσει | να μαγκώσει | |||
α' πληθ. | μαγκώσαμε | θα μαγκώσουμε | να μαγκώσουμε | |||
β' πληθ. | μαγκώσατε | θα μαγκώσετε | να μαγκώσετε | μαγκώστε | ||
γ' πληθ. | μάγκωσαν μαγκώσαν(ε) |
θα μαγκώσουν(ε) | να μαγκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαγκώσει | είχα μαγκώσει | θα έχω μαγκώσει | να έχω μαγκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαγκώσει | είχες μαγκώσει | θα έχεις μαγκώσει | να έχεις μαγκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαγκώσει | είχε μαγκώσει | θα έχει μαγκώσει | να έχει μαγκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαγκώσει | είχαμε μαγκώσει | θα έχουμε μαγκώσει | να έχουμε μαγκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαγκώσει | είχατε μαγκώσει | θα έχετε μαγκώσει | να έχετε μαγκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαγκώσει | είχαν μαγκώσει | θα έχουν μαγκώσει | να έχουν μαγκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 μαγκώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.