ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λύτρωσῐς αἱ λυτρώσεις
      γενική τῆς λυτρώσεως τῶν λυτρώσεων
      δοτική τῇ λυτρώσει ταῖς λυτρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λύτρωσῐν τὰς λυτρώσεις
     κλητική ! λύτρωσῐ λυτρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λυτρώσει
γεν-δοτ τοῖν  λυτρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λύτρωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λυτρόω / λυτρῶ + -σις < λύτρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λύτρωσις, -εως θηλυκό