Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λυτρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λυτρώνω
  2. θα λυτρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λυτρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

λυτρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λύτρωση