λυκιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
λῠκῐδευ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | λυκιδεύς | οἱ | λυκιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | λυκιδέως | τῶν | λυκιδέων | ||||
δοτική | τῷ | λυκιδεῖ | τοῖς | λυκιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | λυκιδέᾱ | τοὺς | λυκιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | λυκιδεῦ | λυκιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυκιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λυκιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λυκιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λύκ(ος) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλυκιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ζώο) ο μικρός λύκος, το λυκάκι
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ποιμὴν καὶ λυκιδεῖς
- Ποιμὴν εὑρὼν λυκιδεῖς, τούτους μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας ἔτρεφεν, οἰόμενος ὅτι τελειωθέντες οὐ μόνον τὰ ἑαυτοῦ πρόβατα τηρήσουσιν, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἁρπάζοντες αὐτῷ οἴσουσιν
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ποιμὴν καὶ λυκιδεῖς
Πηγές
επεξεργασία- λυκιδεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυκιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.