ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῠκῐδευ-
ονομαστική λυκιδεύς οἱ λυκιδεῖς
      γενική τοῦ λυκιδέως τῶν λυκιδέων
      δοτική τῷ λυκιδεῖ τοῖς λυκιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λυκιδέ τοὺς λυκιδέᾱς
     κλητική ! λυκιδεῦ λυκιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λυκιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  λυκιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυκιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λύκ(ος) + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λυκιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)