Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λούτσος οι λούτσοι
      γενική του λούτσου των λούτσων
    αιτιατική τον λούτσο τους λούτσους
     κλητική λούτσε λούτσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λούτσος, Sphyraena sphyraena

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούτσος < (άμεσο δάνειο) βενετική luzzo + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λούτσος αρσενικό

  • (ψάρι) είδος μακρόστενου ψαριού (Sphyraena sphyraena) που έχει στόμα στο οποίο προεξέχει το κάτω σαγόνι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία