λούτσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λούτσος | οι | λούτσοι |
γενική | του | λούτσου | των | λούτσων |
αιτιατική | τον | λούτσο | τους | λούτσους |
κλητική | λούτσε | λούτσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λούτσος < (άμεσο δάνειο) βενετική luzzo + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλούτσος αρσενικό
- (ψάρι) είδος μακρόστενου ψαριού (Sphyraena sphyraena) που έχει στόμα στο οποίο προεξέχει το κάτω σαγόνι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λούτσος στη Βικιπαίδεια