Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λουτροθεραπεία οι λουτροθεραπείες
      γενική της λουτροθεραπείας των λουτροθεραπειών
    αιτιατική τη λουτροθεραπεία τις λουτροθεραπείες
     κλητική λουτροθεραπεία λουτροθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουτροθεραπεία < λουτρό + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουτροθεραπεία θηλυκό

  • θεραπευτική χρήση λουτρών ιαματικών νερών

  Μεταφράσεις επεξεργασία