Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λοταριατζής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λοταριατζ
ής
οι
λοταριατζ
ήδες
γενική
του
λοταριατζ
ή
των
λοταριατζ
ήδων
αιτιατική
τον
λοταριατζ
ή
τους
λοταριατζ
ήδες
κλητική
λοταριατζ
ή
λοταριατζ
ήδες
Κατηγορία
όπως «
μπαλωματής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λοταριατζής
<
λοταρί(α)
+
-ατζής
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
lo.ta.ɾi.aˈd͡zis
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λοταριατζής
αρσενικό
αυτός που οργανώνει μια
λοταρία
(προκειμένου να
ωφεληθεί
πρωτίστως
ο
ίδιος
)
→
χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λοταριατζής