λοκντάουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοκντάουν < (άμεσο δάνειο) αγγλική lockdown < lock + down
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοκντάουν ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, επιδημιολογία, κορονοϊός) περιορισμός ανθρώπων στο χώρο που διαβιούν ή εργάζονται, ή αποκλεισμός της πρόσβασης σε αυτόν τον χώρο για λόγους ασφαλείας, εξαιτίας ταραχών, πανδημίας κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λοκντάουν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λοκντάουν
|