• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λοκντάουν

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
λοκντάουν < (άμεσο δάνειο) αγγλική lockdown < lock + down

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοκντάουν ουδέτερο άκλιτο

  • (νεολογισμός, επιδημιολογία, κορονοϊός) περιορισμός ανθρώπων στο χώρο που διαβιούν ή εργάζονται, ή αποκλεισμός της πρόσβασης σε αυτόν τον χώρο για λόγους ασφαλείας, εξαιτίας ταραχών, πανδημίας κ.λπ.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • καραντίνα
  • λοκντάουν στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λοκντάουν
  • αγγλικά : lockdown (en)
  • βουλγαρικά : локдаун (bg)
  • γαλλικά : confinement (fr)
  • γερμανικά : Massenquarantäne (de)
  • ιταλικά : misure di confinamento (it), lockdown (it)
  • κινεζικά : 行動限制 (zh), 行动限制 (zh) (xíngdòng xiànzhì)
  • ουκρανικά : локдаун (uk)
  • πορτογαλικά : medidas de confinamiento (pt), lockdown (pt)
  • ρωσικά : локдаун (ru)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λοκντάουν&oldid=5488322"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 18:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 18:40.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας