λιρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιρίτσα | οι | λιρίτσες |
γενική | της | λιρίτσας | — | |
αιτιατική | τη | λιρίτσα | τις | λιρίτσες |
κλητική | λιρίτσα | λιρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιρίτσα < λίρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιρίτσα θηλυκό
- (νόμισμα) υποκοριστικό του λίρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε λίρα
λιρίτσα
|