λιπασματοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιπασματοβιομηχανία < λίπασμα + βιομηχανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιπασματοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία παραγωγής λιπασμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιπασματοβιομηχανία
|
λιπασματοβιομηχανία θηλυκό
|