Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθώνας οι λιθώνες
      γενική του λιθώνα των λιθώνων
    αιτιατική τον λιθώνα τους λιθώνες
     κλητική λιθώνα λιθώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθώνας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /liˈθo.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθώνας αρσενικό

  • (γεωλογία) υλικά που λόγω της γεωμορφολογίας του εδάφους συγκεντρώθηκαν σε τοποθεσία από παγετώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία