Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιγοσύνη οι λιγοσύνες
      γενική της λιγοσύνης των (λιγοσυνών)
    αιτιατική τη λιγοσύνη τις λιγοσύνες
     κλητική λιγοσύνη λιγοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγοσύνη < λίγ(ος) + -οσύνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιγοσύνη θηλυκό

  • λιτότητα, το να έχει κανείς μικρή ποσότητα
    ※  Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της (Οδυσσέας Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος, 1985)

  Μεταφράσεις επεξεργασία