Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιανοπούλημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λιανοπούλημα
τα
λιανοπουλήμα
τ
α
γενική
του
λιανοπουλήμα
τ
ος
των
λιανοπουλημά
τ
ων
αιτιατική
το
λιανοπούλημα
τα
λιανοπουλήμα
τ
α
κλητική
λιανοπούλημα
λιανοπουλήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιανοπούλημα
<
λιανός
+
-ο-
+
πούλημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιανοπούλημα
ουδέτερο
η
λιανική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιανοπούλημα
→
δείτε
τη λέξη
λιανική