Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ληψοδοσία οι ληψοδοσίες
      γενική της ληψοδοσίας των ληψοδοσιών
    αιτιατική τη ληψοδοσία τις ληψοδοσίες
     κλητική ληψοδοσία ληψοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ληψοδοσία < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.pso.ðoˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λη‐ψο‐δο‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ληψοδοσία θηλυκό

  • η συναλλαγή χρημάτων και προϊόντων, η δοσοληψία
    ※  Το άνοιγμα οποιουδήποτε λογαριασμού της Κεντρικής Διοίκησης διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του αρμόδιου φορέα ή οργάνου, με την οποία καθορίζονται τα όργανα διαχείρισης του λογαριασμού, ο τρόπος εμφάνισής του στην δημόσια ληψοδοσία, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια (Νόμος 4549/2018, Ελληνικό Κράτος [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία