Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεφτόκαρο τα λεφτόκαρα
      γενική του λεφτόκαρου των λεφτόκαρων
    αιτιατική το λεφτόκαρο τα λεφτόκαρα
     κλητική λεφτόκαρο λεφτόκαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεφτόκαρο < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) λεπτοκάρυον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεφτόκαρο ουδέτερο ή λεπτόκαρο ή λεφτοκάρυ

  1. το φουντούκι
    πάλι ήρθε ο χρυσοβεργής, κι όντας έφυγε, τσ' άφησε ένα λεφτόκαρο και τσ' είπε, να το τσακίσει, κι ό,τι 'βρει μέσα να το ντυθεί (Ηπειρώτικο παραμύθι, Handbuch Der Neugriechischen Volkssprache: Grammatik, Texte, Glossar, του Albert Thumb)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία