λεφτόκαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεφτόκαρο < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) λεπτοκάρυον
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεφτόκαρο ουδέτερο ή λεπτόκαρο ή λεφτοκάρυ
- το φουντούκι
- πάλι ήρθε ο χρυσοβεργής, κι όντας έφυγε, τσ' άφησε ένα λεφτόκαρο και τσ' είπε, να το τσακίσει, κι ό,τι 'βρει μέσα να το ντυθεί (Ηπειρώτικο παραμύθι, Handbuch Der Neugriechischen Volkssprache: Grammatik, Texte, Glossar, του Albert Thumb)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεφτόκαρο
→ δείτε τη λέξη φουντούκι |