ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λεπτοκᾰρῠο-
ονομαστική τὸ λεπτοκάρυον τὰ λεπτοκάρυ
      γενική τοῦ λεπτοκαρύου τῶν λεπτοκαρύων
      δοτική τῷ λεπτοκαρύ τοῖς λεπτοκαρύοις
    αιτιατική τὸ λεπτοκάρυον τὰ λεπτοκάρυ
     κλητική ! λεπτοκάρυον λεπτοκάρυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπτοκαρύω
γεν-δοτ τοῖν  λεπτοκαρύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτοκάρυον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λεπτο- + κάρυον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεπτοκάρυον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)