λεπτοκάρυον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
λεπτοκᾰρῠο- | ||||||||
ονομαστική | τὸ | λεπτοκάρυον | τὰ | λεπτοκάρυᾰ | ||||
γενική | τοῦ | λεπτοκαρύου | τῶν | λεπτοκαρύων | ||||
δοτική | τῷ | λεπτοκαρύῳ | τοῖς | λεπτοκαρύοις | ||||
αιτιατική | τὸ | λεπτοκάρυον | τὰ | λεπτοκάρυᾰ | ||||
κλητική ὦ! | λεπτοκάρυον | λεπτοκάρυᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεπτοκαρύω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λεπτοκαρύοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτοκάρυον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λεπτο- + κάρυον
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεπτοκάρυον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές επεξεργασία
- λεπτοκάρυον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.