λεμφοπενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεμφοπενία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική μείωση του αριθμού των λεμφοκυττάρων στο αίμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεμφοπενία