λεμβολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεμβολόγιο | τα | λεμβολόγια |
γενική | του | λεμβολόγιου & λεμβολογίου |
των | λεμβολόγιων & λεμβολογίων |
αιτιατική | το | λεμβολόγιο | τα | λεμβολόγια |
κλητική | λεμβολόγιο | λεμβολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεμβολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος με μικρότερα σκάφη στον οποίο εγγράφονται όταν ελλιμενίζονται σε κάποιο λιμάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεμβολόγιο
|