λεκατσόροκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεκατσόροκα θηλυκό
- (ιδιωματικό) ειδικού τύπου ρόκα για το γνέσιμο του λιναριού στον αργαλειό
- ※ Το γνέσιμο [του λιναριού] γινόταν με ειδικές ρόκες, τις λεγόμενες σκλιόροκες (από το σκουλί) ή λεκατσόροκες.
- Πανταζής Κοντομίχης, Τα γεωργικά της Λευκάδας. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρης, 1985, σ. 101.
- ※ Το γνέσιμο [του λιναριού] γινόταν με ειδικές ρόκες, τις λεγόμενες σκλιόροκες (από το σκουλί) ή λεκατσόροκες.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεκατσόροκα
|