Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λειμωνάριο τα λειμωνάρια
      γενική του λειμωναρίου
λειμωνάριου
των λειμωναρίων
    αιτιατική το λειμωνάριο τα λειμωνάρια
     κλητική λειμωνάριο λειμωνάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειμωνάριο < λειμών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λειμωνάριο ουδέτερο

  • συλλογή βίων μοναχών του ς' αιώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία