↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαχανόφυλλο τα λαχανόφυλλα
      γενική του λαχανόφυλλου των λαχανόφυλλων
    αιτιατική το λαχανόφυλλο τα λαχανόφυλλα
     κλητική λαχανόφυλλο λαχανόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαχανόφυλλο < λάχανο + φύλλο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαχανόφυλλο ουδέτερο

  • το φύλλο του λάχανου, ιδιαίτερα αυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική
αγόρασα λαχανόφυλλα για να φτιάξω λαχανοντολμάδες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία