λαφιάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαφιάτης | οι | λαφιάτες |
γενική | του | λαφιάτη | των | λαφιατών |
αιτιατική | τον | λαφιάτη | τους | λαφιάτες |
κλητική | λαφιάτη | λαφιάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈfça.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐φιά‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαφιάτης αρσενικό
- (φίδι) άλλη γραφή του λαφίτης (ονομασία του φιδιού Elaphe longissima)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λαφιάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας